- αντεισαγωγή
- η (AM ἀντεισαγωγή)νεοελλ.η εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου το οποίο έχει εξαχθείαρχ.-μσν.η αντικατάσταση (συνήθως η τοποθέτηση ενός όρου στη θέση άλλου όρου ή φράσης)αρχ.(Ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο σ’ ένα γενικό ισχυρισμό αντιτάσσεται περίπτωση που αποδεικνύει το αντίθετο.
Dictionary of Greek. 2013.