αντεισαγωγή

αντεισαγωγή
η (AM ἀντεισαγωγή)
νεοελλ.
η εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου το οποίο έχει εξαχθεί
αρχ.-μσν.
η αντικατάσταση (συνήθως η τοποθέτηση ενός όρου στη θέση άλλου όρου ή φράσης)
αρχ.
(Ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο σ’ ένα γενικό ισχυρισμό αντιτάσσεται περίπτωση που αποδεικνύει το αντίθετο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντεισαγωγῇ — ἀντεισαγωγή compensatory antithesis fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεισαγωγή — compensatory antithesis fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεισαγωγῆς — ἀντεισαγωγή compensatory antithesis fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεισαγωγήν — ἀντεισαγωγή compensatory antithesis fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεισαγωγάς — ἀντεισαγωγά̱ς , ἀντεισαγωγή compensatory antithesis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”